- ἐπαναπήγνυμι
- ἐπανα-πήγνῡμι,A fix in or on:—[voice] Med., δούρατ' ἐπαμπήξασθαι fix their spears in the ground, Orph.A.319.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επαναπήγνυμι — ἐπαναπήγνυμι και ποιητ. τ. ἐπαμπήγνυμι (Α) μπήγω μέσα σε κάτι, κυρίως στο έδαφος … Dictionary of Greek
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek